καταιβάσιον

καταιβάσιον
καταιβάσιος
descending
masc/fem acc sg
καταιβάσιος
descending
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταβάσιος — και καταιβάσιος, ον (Α) [κατάβασις] (επίθ. τού κεραυνού) αυτός που κατέρχεται, που κατεβαίνει από τον ουρανό (α. «ἐρρύσατο φυγόντα πῡρ καταβάσιον» ΠΔ β. «καταιβάσιον Διὸς ἔγχος» το κατερχόμενο από τον ουρανό ακόντιο τού Διός, δηλ. ο κεραυνός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”